- ξεκολλάω
- ξεκολλάω (σπάν. ξεκολλώ), ξεκόλλησα, ξεκολλημένος βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
συνεκσπώ — άω, Μ αποσπώ, ξεκολλάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκσπῶ «ξεσπώ, αποσπώ βίαια»] … Dictionary of Greek